(ή φωτοδυναμική διάγνωση των όγκων της ουροδόχου κύστης)
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί:
-Την 4η πιο συχνή κακοήθεια στους άνδρες
-Την 8η πιο συχνή κακοήθεια στις γυναίκες
Η κλασσική κυστεοσκόπηση ( η εισαγωγή δηλαδή ενός ειδικού εργαλείου εντός της ουροδόχου κύστης , με τοπική ή γενική αναισθησία) με λευκό φως και η κυτταρολογική εξέταση των ούρων είναι οι καθιερωμένες μέθοδοι για τη διάγνωση του καρκίνου της κύστης.
Η φθορίζουσα κυστεοσκόπηση με τη χρήση της ουσίας εξυλ- αμινολεβουλινικό οξύ είναι μια σχετικά νέα , ευαίσθητη διαγνωστική μέθοδος η οποία παρουσίασε καλύτερη ανίχνευση των όγκων της ουροδόχου κύστης και ειδικότερα των καρκινωμάτων in situ (CIS), δηλαδή μικρών επίπεδων βλαβών που δε διακρίνονται εύκολα από τον φυσιολογικό βλεννογόνο.
Το εξυλ- αμινολεβουλινικό οξύ μετατρέπεται σε μία φωτοδραστική πορφυρίνη. Τα ταχέως πολλαπλασιαζόμενα καρκινικά κύτταρα (π.χ σε όγκους) συσσωρεύουν εκλεκτικά τις φωτοδραστικές πορφυρίνες που εκπέμπουν κόκκινο φθορισμό όταν εκτίθενται σε μπλέ φωτισμό. Μετά την έγχυση της ουσίας στην ουροδόχο κύστη και την παρέλευση μίας ώρας , η κύστη εξετάζεται με κλασσική κυστεοσκόπηση πρώτα με λευκό και έπειτα με μπλε φως.
Η μέθοδος βελτιώνει τη διάγνωση όλων των τύπων καρκίνου της κύστης καθώς ο φθορισμός του όγκου παρέχει καλύτερη οπτική απεικόνιση των βλαβών από την κλασσική κυστεοσκόπηση με λευκό φως.
Με τη φθορίζουσα κυστεοσκόπηση εντοπίσθηκαν 30% περισσότεροι ασθενείς με καρκίνο κύστης σε σχέση με την κλασσική κυστεοσκόπηση , ενώ το ποσοστό ανίχνευσης ήταν ιδιαίτερα υψηλό για CIS (αυξημένο κατά 67% σε σχέση με την κυστεοσκόπηση με λευκό φως).
Η κλασσική κυστεοσκόπηση με λευκό φως μπορεί να μην ανιχνεύσει έως και το 42% των CIS (καρκίνος in situ).
Η καλύτερη ανίχνευση των επιφανειακών όγκων της κύστης έχει σαν αποτέλεσμα την κατά 26% ελάτττωση των υποτροπών στους 9 μήνες, όπως επίσης την μείωση του κόστους.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η φθορίζουσα κυστεοσκόπηση:
-αποδείχτηκε αποτελεσματικότερη από την κλασσική κυστεοσκόπηση με λευκό φως.
-Είχε ως αποτέλεσμα 1 στους 5 ασθενείς να λάβει καταλληλότερη θεραπεία.
-Ανιχνεύει πρόσθετους θηλωματώδεις όγκους στο ένα τέταρτο των ασθενών.
-Θα μπορούσε να μειώσει ή και να εξαλείψει τελείως την ανάγκη για επανάληψη της διουρηθρικής εκτομής του όγκου, δηλαδή του χειρουργείου.