Το κάταγμα πέους («σπάσιμο») είναι μία ασυνήθιστη επείγουσα ουρολογική πάθηση. Η ετήσια επίπτωση της νόσου είναι 0,33-1,36 ανά 100.000 κατοίκους. Η συχνότητά της παρουσιάζεται αυξημένη σε περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο.
Πρόκειται για ρήξη(σκίσιμο) του ινώδους χιτώνα ( στην εικόνα,περιτονία του πέους) που περιβάλλει τα σηραγγώδη σώματα του πέους και συμβαίνει όταν το τελευταίο βρίσκεται σε στύση. Συνήθως η κάκωση αφορά στο ένα σηραγγώδη σώμα (τη μία πλευρά) και σπανιότερα η ρήξη είναι αμφοτερόπλευρη. Κατά τη διάρκεια της στύσης ,ο ινώδας χιτώνας έχει ιδιαίτερη ακαμψία και παρουσιάζει λέπτυνση, από 2 mm σε 0,5-0,25 mm. Η ρήξη μπορεί να περιλαμβάνει και την ουρήθρα σε ποσοστό μέχρι 38%.
Οι συχνότεροι μηχανισμοί πρόκλησης του κατάγματος είναι η υπερβολική κάμψη του πέους σε στύση:
• κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, ιδίως σε συγκεκριμένη ερωτική στάση, όπου η σύντροφος με το βάρος της πιέζει και συνθλίβει το πέος
• κατά τη διάρκεια αυνανισμού
• εκούσια σύσφιξη και κάμψη του πέους για απότομη διακοπή της στύσης.
Οι ασθενείς αναφέρουν ένα οξύ ήχο («κρακ») με ταχεία απώλεια της στύσης, οίδημα (πρήξιμο) και παραμόρφωση του πέους ,δίκην μελιτζάνας λόγω και του αιματώματος, καθώς και απόκλιση προς την αντίθετη πλευρά της βλάβης. Σε περίπτωση ρήξης της ουρήθρας εμφανίζεται αιματουρία ,αίμα στο έξω στόμιο της ουρήθρας μέχρι και αδυναμία ούρησης (επίσχεση ούρων) σε πλήρη ρήξη της ουρήθρας.
Η ένταση του πόνου ποικίλλει.
Στις απώτερες επιπλοκές του κατάγματος του πέους, σε περίπτωση ειδικά συντηρητικής αντιμετώπισης (ποσοστό 10-41%), αναφέρονται η κάμψη του πέους, ο πειικός πόνος κατά την συνουσία, επώδυνη στύση, στυτική δυσλειτουργία, απόστημα πέους, νέκρωση του δέρματος του πέους, ακρωτηριασμός λόγω γάγγραινας, κά. Το ποσοστό των επιπλοκών είναι αρκετά μικρότερο (0-9%) μετά από χειρουργική αντιμετώπιση.
Τα τελευταία χρόνια έχει υποστηριχτεί ότι η άμεση χειρουργική αποκατάσταση του κατάγματος (εντός 6-8 ωρών από την πρόκληση του), την οποία πιστεύει και εφαρμόζει και ο γράφων σε ανάλογα περιστατικά, προσφέρει καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από τη συντηρητική θεραπεία. Η σεξουαλική επαφή επιτρέπεται ένα μήνα τουλάχιστον μετά από τη χειρουργική αποκατάσταση.
Η μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών για μεγάλο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητη για την πρόληψη απώτερων επιπλοκών που μπορεί να επηρεάσουν τη σεξουαλική δραστηριότητά τους.